- φωτοστόλιστος
- -ον, Αστολισμένος με φως, αυτός που περιβάλλεται από φως.[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)-* + στολίζω + κατάλ. -τος* τών ρηματ. επιθ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… … Dictionary of Greek